Πανίου

Πανίου
Πᾱνίου , Πάνιον
temple of Pan
neut gen sg
Πάνιος
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανίου — πᾱνίου , πηνίον to/ neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • μουδάρισμα — το ναυτ. περιορισμός τής επιφάνειας τού πανιού ιστιοφόρου πλοίου, κατά τον οποίο τα σχοινιά μιας μούδας δένονται στη μάτσα τού πανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουδάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. καθαρίζω: καθάρισμα) …   Dictionary of Greek

  • τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… …   Dictionary of Greek

  • AUGUSTEON — Graece Αὐγουςτεὼν, item Αὐγουςτεῖον et Γουςτεῖον, dictum erat olim Forum Constantinopolitanum, in quo sparsiones Consulum, quas ὑπατείας vocabant, fieri consueverant, et in populum missilia iaciebantur e Fori gradibus, quos Αὐγουςτεῶνος βαθμίδας… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακάτιο — το (Α ἀκάτιον) [ἄκατος] μικρή άκατος, μικρό πλοίο αρχ. 1. είδος ιστίου (πανιού) (Ξεν. Ελλ. 6, 2, 27, Πλούτ. 2.15d, Λουκ., Ζευς τραγ, 46) 2. ποτηράκι (Επικράτ. άδ. 2) 3. σανδάλι γυναικείο (Πολυδ. 7, 93, Ησύχ.) 4. μικρόσωμος άνθρωπος, νάνος… …   Dictionary of Greek

  • επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια …   Dictionary of Greek

  • λαίφος — το (Α λαῑφος) νεοελλ. ναυτ. είδος μικρού πανιού τών ιστιοφόρων με τριγωνικό ή τραπεζοειδές σχήμα αρχ. 1. παλιό, κουρελιασμένο ρούχο («ἀμφι δὲ λαῑφος ἕσσω, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. ιστίο, πανί, ύφασμα («οὔτε πομπίμοις… …   Dictionary of Greek

  • μουδάρω — ναυτ. εκτελώ μουδάρισμα τού πανιού σε ιστιοφόρο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βεν. madar «αλλάζω, μεταβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • μούδα — (I) η ναυτ. οριζόντια ενισχυτική σειρά τού ιστίου, κατά μήκος τής οποίας είναι στερεωμένα μικρά και ελαφρά σχοινιά, χρήσιμα για το μουδάρισμα τού πανιού ενός ιστιοφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού μουδάρω*]. (II) η γυναικεία φορεσιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”